- μαλλιαρισμός
- ο1. παλαιότερη, σκωπτική ονομασία τών λογίων που χρησιμοποιούσαν τη δημοτική γλώσσα με ακρότητες και υπερβολές, καθώς και το κίνημα για τη χρησιμοποίηση και την επιβολή τής δημοτικής σε όλες τις εκφράσεις τής ζωής2. οι γλωσσικές ακρότητες τής δημοτικής, τα υπερβολικά δημοτικά στοιχεία στη γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλιαρίζω + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.